- φιμωτικόν
- φιμωτικόςsilencingmasc acc sgφιμωτικόςsilencingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιμωτικός — ή, όν, Α [φιμῶ] 1. αυτός που επιφέρει σιωπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιμωτικόν μαγικό φίλτρο, ξόρκι που επιφέρει σιωπή … Dictionary of Greek